- ἐμποδοστάτης
- ἐμποδοστάτηςin the waymasc nom sgἐμποδοστατέωto be in the wayimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμποδοστάτης — ἐμποδοστάτης, ο (Α) 1. αυτός που βρίσκεται ή παρεμβάλλεται μέσα στα πόδια άλλου, που αποτελεί εμπόδιο 2. θορυβοποιός, ταραξίας … Dictionary of Greek